καινισταί

καινισταί
καινιστής
innovator
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καϊνίτες — Μέλη θρησκευτικής αίρεσης του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. Τιμούσαν τον Κάιν και όλους όσοι θεωρούνταν ασεβείς στην Παλαιά Διαθήκη καθώς επίσης τον Ιούδα τον Ισκαριώτη της Καινής Διαθήκης. Οι Κ. πίστευαν ότι ο Κάιν ήταν η προσωποποίηση της σοφίας και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”